ἐξεγείρεται

ἐξεγείρεται
ἐξεγείρω
awaken
aor subj mid 3rd sg (epic)
ἐξεγείρω
awaken
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξεγείρεθ' — ἐξεγείρετε , ἐξεγείρω awaken aor subj act 2nd pl (epic) ἐξεγείρετε , ἐξεγείρω awaken pres imperat act 2nd pl ἐξεγείρετε , ἐξεγείρω awaken pres ind act 2nd pl ἐξεγείρεται , ἐξεγείρω awaken aor subj mid 3rd sg (epic) ἐξεγείρεται , ἐξεγείρω awaken… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαρόρμητος — η, ο (Α ἀπαρόρμητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει δεχθεί παρόρμηση από κάποιον για να κάνει κάτι αρχ. αυτός που δεν εξεγείρεται …   Dictionary of Greek

  • ευέγρετος — εὐέγρετος, ον (Α) αυτός που εξεγείρεται ή παρακινείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εγρετος (< εγείρω)] …   Dictionary of Greek

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”